- μακαριστόν
- μακαριστόςdeemedmasc acc sgμακαριστόςdeemedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακαριστός — μακαριστός, ή, όν (AM) [μακαρίζω] αυτός που θεωρείται μακάριος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν μακαρισμός, καλοτύχισμα αρχ. ζηλευτός, ποθητός. επίρρ... μακαριστῶς (Α) με μακαριστό τρόπο … Dictionary of Greek